- τριηραρχικός
- τρῐηραρχ-ικός, ή, όν,A concerning the
τριηραρχία, νόμος D.18.312
; τὸ τ., = τοὺς τριηραρχοῦντας, Decr. ap. eund.18.105.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριηραρχία, νόμος D.18.312
; τὸ τ., = τοὺς τριηραρχοῦντας, Decr. ap. eund.18.105.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριηραρχικός — ή, όν, Α [τριηραρχία] αυτός που αναφέρεται στην τριηραρχία … Dictionary of Greek
τριηραρχικά — τριηραρχικός concerning the neut nom/voc/acc pl τριηραρχικά̱ , τριηραρχικός concerning the fem nom/voc/acc dual τριηραρχικά̱ , τριηραρχικός concerning the fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχικόν — τριηραρχικός concerning the masc acc sg τριηραρχικός concerning the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχικοῖς — τριηραρχικός concerning the masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχικοί — τριηραρχικός concerning the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχικοῦ — τριηραρχικός concerning the masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχικάς — τριηραρχικά̱ς , τριηραρχικός concerning the fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)